επιθαλπω

επιθαλπω
    ἐπιθάλπω
    ἐπι-θάλπω
    (слегка) нагревать, пригревать
    

(τὰ ἄστροις ἐπιθαλπόμενα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιθαλπω" в других словарях:

  • επιθάλπω — ἐπιθάλπω (AM) θερμαίνω από πάνω (α. «ἥλιος ἐπιθάλπων γαῖαν» β. «ἐὰν μὴ ἡ τεκοῦσα ἐπιθάλψῃ αὐτά [τά ᾠά]») αρχ. ενθαρύνω, παρηγορώ κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θάλπω «ζεσταίνω»] …   Dictionary of Greek

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»